Ο λόγος για τα βίντεο (VCR), που έπειτα από 40 χρόνια παρουσίας σε κάθε σαλόνι – και αφού γεμίσαμε συρτάρια και ντουλάπια με κάθε λογής κασέτες -, περνούν και επίσημα στην ιστορία. Η Funai Elecric, η τελευταία ιαπωνική εταιρεία που κατασκεύαζε VCR συσκευές, ανακοίνωσε πως γύρω στο τέλος Ιουλίου παύει την παραγωγή τους λόγω χαμηλών πωλήσεων, αλλά και δυσκολίας εύρεσης ανταλλακτικών. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της εταιρείας, το 2015 πουλήθηκαν 750.000 συσκευές – αριθμός απογοητευτικός για τα δεδομένα της Funai, αφού τις «χρυσές εποχές» των βίντεο οι πωλήσεις άγγιζαν τα 15.000.000 ετησίως!
Ολα ξεκίνησα το 1956, όταν η αμερικανική εταιρεία ηλεκτρονικών Ampex παρουσίασε αυτό που στην ιστοσελίδα της περιγράφεται ως «το πρώτο μηχάνημα εγγραφής βιντεοκασέτας». Ο Φρεντ Φοστ, μηχανικός της Ampex, έχει εξιστορήσει την πρώτη επίδειξη της νέας τεχνολογίας στους ειδικούς του τηλεοπτικού δικτύου CBS. Είχε καταγράψει την ομιλία της παρουσίασης εν αγνοία τους.
Τον Ιούνιο του 1984, οι New York Times ανέφεραν πως «ως το τέλος της χρονιάς, 15 εκατομμύρια νοικοκυριά θα έχουν αποκτήσει το δικό τους βίντεο»Εκείνη την εποχή, τα μηχανήματα κόστιζαν γύρω στις 50.000 δολάρια. Η υψηλή τιμή δεν εμπόδισε τις παραγγελίες να φτάσουν τις 100, μόλις την πρώτη εβδομάδα του λανσαρίσματος, σύμφωνα με τον Φοστ. «Αυτό σήμαινε έσοδα ισοδύναμα με τον ετήσιο τζίρο της Ampex», σημειώνει ο ίδιος.
Τα πρώτα βίντεο κατάλληλα για οικιακή χρήση εμφανίστηκαν στη αγορά το 1960 και άρχισαν να αγοράζονται το 1970, όταν στο προσκήνιο ήρθε το αντίστοιχης τεχνολογίας Μπέταμαξ της Sony και το VHS Της JVC. Την επόμενη δεκαετία το VHS πήρε… σαφές προβάδισμα, ωστόσο η Sony έπαψε να παράγει κασέτες για το Μπέταμαξ μόλις το 2016.
Ως το 1980, το VCR ήταν το αγαπημένο των Αμερικανών. Τον Ιούνιο του 1984, οι New York Times ανέφεραν πως «ως το τέλος της χρονιάς, 15 εκατομμύρια νοικοκυριά θα έχουν αποκτήσει το δικό τους βίντεο» – ξεπερνώντας κατά πολύ να πέντε εκατομμύρια σπίτια, που καταγράφηκαν το 1982.
Το 1981 οι Times εξέδωσαν οδηγό προς αρχάριους καταναλωτές, την εποχή που τα μηχανήματα κόστιζαν από 600 δολάρια ως 1200. Σε μια προσπάθεια να εξηγήσουν την αγάπη των Αμερικανών για το βίντεο, απαριθμούσαν τα προτερήματά του, έναντι της τηλεόρασης: «δεν είσαι δέσμιος των τηλεοπτικών προγραμμάτων, προγραμματίζεις την εγγραφή και αφήνεις το βίντεο να γράψει ό,τι θες να παρακολουθήσεις αλλά δεν μπορείς. Εχεις επίσης τη δυνατότητα να καταγράψεις μία εκπομπή την ώρα που παρακολουθείς μία άλλη – έτσι δεν χάνεις καμία από τις δύο».
Και πάνω που το βίντεο είχε κατακτήσει τη θέση του στην εντός των τειχών ψυχαγωγία, μία δεκαετία μετά, το 1995, εμφανίζεται το DVD που προμηνύει το τέλος του.
Και πάλι σε άρθρο των New York Times, το 1997, τη χρονιά που τα DVD έφτασαν ως τα χέρια και τα σπίτια των καταναλωτών, ο Λόρενς Μπόνσον δεν έκρυψε τον ενθουσιασμό του μιλώντας για τη μεγάλη άφιξη. Μέσα σε πέντε χρόνια, οι πωλήσεις των DVD έφτασαν και ξεπέρασαν εκείνες της βιντεοκασέτας.
Σε λιγότερο από μια δεκαετία, εμφανίστηκε το video streaming, δηλαδή η τεχνολογία με την οποία επιτρέπεται η ροή δεδομένων εικόνας και ήχου μέσω Διαδικτύου, χωρίς να χρειάζεται καμία προετοιμασία – μόνο μια γρήγορη σύνδεση στο Internet. Είναι η τεχνολογία με την οποία μεταδίδεται το 90% των βίντεο που παρακολουθούμε σήμερα.
Ενα αρθρο των NY Times που εξηγούσε την έλευση του streaming, τον Μάρτιο του 2011, είχε ίσως τον πιο αντιπροσωπευτικό τίτλο για εκείνο το τέλος εποχής:«Αντίο, DVD. Καλώς ήρθες μέλλον».